κιννάβαρι

κιννάβαρι
το (ΑΜ κιννάβαρι, -εως, Α και τιγγάβαρι και τιγγάβαρυ)
θειούχο ορυκτό τού υδραργύρου, ερυθρού χρώματος, αλλ. κινναβαρίτης
μσν.
1. το κόκκινο χρώμα που εξάγεται από το ορυκτό αυτό
2. κόκκινο μελάνι
αρχ.
ονομασία διαφόρων φυτών.
[ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται για δάνεια λ., πιθ. ανατολικής προελεύσεως. Τη λ. δανείστηκε η λατ. με τη μορφή cinnabaris].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • κιννάβαρι — κιννάβαρις cinnabar fem voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κιννάβαρι ή κινναβαρίτης — Ορυκτό του υδραργύρου, με χημικό τύπο HgS (θειούχος υδράργυρος), που κρυσταλλώνεται στο τριγωνικό σύστημα (ολοαξονική ημιεδρία). Ανήκει στην ομάδα των θειούχων ορυκτών, έχει χρώμα άλικο, κόκκινο, καστανέρυθρο, μαύρο ή μεταλλικό μολυβδόφαιο,… …   Dictionary of Greek

  • υδράργυρος — Χημικό στοιχείο με σύμβολο Hg· ανήκει στη δεύτερη ομάδα του περιοδικού συστήματος των στοιχείων, δεύτερη υποομάδα, έχει ατομικό αριθμό 80, ατομικό βάρος 200,61 και 7 σταθερά ραδιενεργά ισότοπα. Ο υ. βρίσκεται στη φύση είτε σε ελεύθερη κατάσταση·… …   Dictionary of Greek

  • CINNABARI — Graece Κιννάβαρι absolute, genus minii, quod solum vetustissimis fuit cognitum temporibus, nondum inventô Hispanicô: χρῶμα per excellentiam dictum, unde Graecia recentior καλλίχρουν etiam vocabat, h. c. pulchrum colorem. A cuius similitudine… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • τιγγάβαρι — και τιγγάβαρυ, τὸ, Α (αττ. τ.) το κιννάβαρι. [ΕΤΥΜΟΛ. Παράλληλη μορφή τού κιννάβαρι, αν δεν πρόκειται για παρεφθαρμένο τ. (βλ. λ. κιννάβαρι)] …   Dictionary of Greek

  • κιννάβαρις — κιννάβαρις, έως, ὁ (Α) 1. το κιννάβαρι* 2. το ερυθρόδανο*. [ΕΤΥΜΟΛ. Άλλος τ. τού κιννάβαρι*] …   Dictionary of Greek

  • κινναβάρινος — η, ο (Α κινναβάρινος, ίνη, ον) [κιννάβαρι] αυτός που έχει το χρώμα τού κινναβάρεως, ο ερυθρός νεοελλ. ο βαμμένος με κιννάβαρι …   Dictionary of Greek

  • киноварь — (ж.) – ярко красная краска, др. русск. киноварь (Хож. игум. Дан. 135). Из греч. κιννάβαρι; см. Фасмер, Гр. сл. эт. 87; Преобр. I, 308 …   Этимологический словарь русского языка Макса Фасмера

  • Cinnabar — This article is about the mineral. For the plant resin, see Dragon s blood. For the moth, see Cinnabar moth. Cinnabar Cinnabar on Dolomite General …   Wikipedia

  • Cinabre — Cet article concerne le minéral. Pour le pigment, voir cinabre (couleur). Cinabre Catégorie II : sulfures et sulfosels[1] …   Wikipédia en Français

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”